τετραγωνία

τετραγωνία
τετραγωνίᾱ , τετραγωνία
square-berry
fem nom/voc/acc dual
τετραγωνίᾱ , τετραγωνία
square-berry
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
τετραγωνίᾱ , τετραγωνίας
square-faced
masc nom/voc/acc dual
τετραγωνίας
square-faced
masc voc sg
τετραγωνίᾱ , τετραγωνίας
square-faced
masc voc sg (attic)
τετραγωνίᾱ , τετραγωνίας
square-faced
masc gen sg (doric aeolic)
τετραγωνίας
square-faced
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετραγωνία — η, ΝΑ το φυτό ευώνυμο το πλατύφυλλο το οποίο ονομάστηκε έτσι από το τετράγωνο σχήμα τού καρπού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνος. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. tetragonia] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”